- πάχυθριξ
- πᾰχυ-θριξ, ὁ, ἡ, gen. τρῐχος,A with thick hair: [comp] Comp.
-τριχώτερος Arist.GA782b5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-τριχώτερος Arist.GA782b5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
παχύτριχα — πάχυθριξ with thick hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek